τυροπρασία

τυροπρασία
τῡροπρᾱσία, ,
A sale of cheeses, Stud.Pal.20.96.4 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυροπρασία — ἡ, Α πώληση τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + πρασία (< πράτης < πιπράσκω «πουλώ»), πρβλ. μισθο πρασία] …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”